- συντελεστικός
- -ή, -ό / συντελεστικός, -ή, -όν, ΝΑ [συντελῶ]αυτός που συντελεί σε κάτι, βοηθητικός, χρήσιμοςαρχ.1. συμπληρωματικός2. το αρσ. ως ουσ. ο συντελεστικός(ενν. χρόνος) γραμμ. ο παρακείμενος και ο αόριστος, σε αντιδιαστολή προς τον παρατατικό.επίρρ...συντελεστικῶς Ασε συντελεστικό χρόνο.
Dictionary of Greek. 2013.